Ο πλανήτης δεν είναι τρένο για να κατέβεις (με αφορμή τη μαθητική πορεία στην Αθήνα για το κλίμα)

 
OPINIONS

«Did you eat something that didn’t agree with you?» asked Bernard. The Savage nodded «I ate civilisation» -Aldous Huxley, Brave New World

Kafka

Θυμάμαι, όταν σε μικρή ηλικία μπήκα για πρώτη φορά σ᾽ ένα χιλιάδων τετραγωνικών, σουπερμάρκετ στην Αμερική. Δε θα ξεχάσω ποτέ το πολιτιστικό σοκ της αφθονίας και μια κόμπλα μπροστά στην εικόνα των αμέτρητων επιλογών, μεταξύ άλλων και σε χαρτιά υγείας. Η πρώτη μου απορία μαζί με την κρίση πανικού μπροστά στα τεράστια υπερχειλισμένα καρότσια των καταναλωτών, ήταν μήπως είχε κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος λόγω εισβολής εξωγήινων ή έπεσα απλώς σε μέρα των τρελών (εκπτώσεων).

Τηρουμένων των αναλογιών, πριν τον 17ο αιώνα η κατανάλωση και η διάθεση αγαθών προϊόντων και περιττής πολυτέλειας δεν ήταν πολύ διαφορετική, αν εξαιρέσεις το χαρτί υγείας. Ούτε είχαν άλλη ερμηνεία οι συχνότατες ανακατατάξεις πληθυσμών λόγω της άνισης διανομής μεταξύ πλούτου και πείνας. Απλώς σ᾽ έναν κόσμο πιο αταξίδευτο και λιγότερο σφιχταγκαλιασμένο, η προσωπική επιλογή που έλεγε «σταματήστε το τρένο θέλω να κατέβω» ή αλλιώς η ιδέα της μετοίκησης λόγω κοινωνικοπολιτικών ή κλιματικών αλλαγών, ήταν μεν δύσκολη, αλλά εφικτή. Κυρίως ήσουν λιγότερο ανιχνεύσιμος. Κάτι σαν κρυφός χάρτης απόδρασης αν μπορούσες να μαντέψεις τον εκτροχιασμό της φάσης και κάθε είδους συνωστισμού από άρρωστους μέχρι φρενοβλαβείς στον τόπο σου. Αντίστοιχα, ακόμα πιο πίσω στον ανθρωποχρόνο, όταν στέρευε η περιοχή σου από χόρτα και έντομα, χρησιμοποιούσες τα τροφοσυλλεκτικά σου πόδια, ως μοναδικό διαβατήριο και ψαχνόσουν προς πάσα χλοερή κατεύθυνση. Πίσω... στο μέλλον, η διαφορά με το τώρα, εντοπίζεται στις (μέχρι στιγμής) άπειρες καταναλωτικές επιλογές που στην ουσία είναι αντιστρόφως ανάλογες με τη μετανάστευση ανθρώπων. Στην πραγματικότητα είναι σαν να περιορίζεις ένα δίχρονο μέσα σε παρκοκρέβατο, με κάμερες ανίχνευσης και να το απασχολείς με πάρα πολλά «σημαδεμένα» παιχνίδια ή ένα tablet στα χέρια του.

Όμως, είτε πρόκειται για την αντίληψη περί ελευθερίας ενός «νηπίου» σ᾽ επιτήρηση, είτε για την ελεύθερη μετακίνηση ολόκληρων πληθυσμών, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στον τελικό προορισμό όταν ανοίξει το κλουβί. Δεν αναφέρομαι στη βιομηχανία της τουριστικής -on demand εξερεύνησης, με τις υπέρβαρες αποσκευές στους ιμάντες των αεροδρομίων. Αλλά στο γεγονός πως ο πλανήτης, δεν είναι τρένο για να κατέβεις, ούτε πλέον, τόπος για να κρυφτείς. Βαδίζουμε σ’ ελαφρώς νωθρά πόδια, με πουρέ εγκέφαλο και σταμπαρισμένο ηλεκτρονικό αποτύπωμα έχοντας φανερώσει, οριοθετήσει και σχεδόν εξαντλήσει κάθε προσωπική και επίγεια κατεύθυνση. Όπως έγραφε κι ένα από τα πανό που κρατούσαν τα πιτσιρίκια στην διαδήλωση μαθητών για το περιβάλλον που έγινε και στην Αθήνα, την προηγούμενη εβδομάδα, «Σύντομα δε θα υπάρχει τίποτα να εξερευνήσει η Ντόρα» (σ.σ. Η Ντόρα η Μικρή Εξερευνήτρια είναι μια αμερικανική τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων για παιδιά προσχολικής ηλικίας).

Εγώ λοιπόν, νοσταλγώ την κρυφή χαρά της εξερεύνησης στην προ internet εποχή όταν ήμουν 16 χρόνων. Ο γιος μου, όταν φτάσει στην ηλικία μου, θ᾽ αναπολεί (ήπιο ρήμα) εκτός από τα προσωπικά του δεδομένα, τις 4 εποχές του χρόνου, τα δέντρα και τους πάγους. Aν επιλέξω την ανάμνηση με τις πιο οδυνηρές συνέπειες και τη μικρότερη πιθανότητα επιβίωσης χωρίς ισχυρά παραισθησιογόνα ή αντικαταθλιπτικά χάπια, είμαι σίγουρη πως θα βρω σήμερα, πολύ κόσμο απέναντί μου με επιχειρήματα, καγχασμούς και διάθεση να μου φάνε το συκώτι (γιατί έχουμε ακόμα την πολυτέλεια να διαφωνούμε σ᾽ επίπεδο εικονικής ανθρωποφαγίας). Κοινώς και μέχρι στιγμής, όλοι έχουμε τα δίκια μας. Όλοι προσπαθούμε να πείσουμε όλους για την αλήθεια μας, αλλά ανάμεσα στα κρυφά και τα δημόσια μαχαιρώματα είναι φανερό πως έχουμε εξαντλήσει σχεδόν όλους τους συνδυασμούς μιας πλατιάς αποδοχής στο τι ακριβώς αγοράζουμε, όταν πουλάει ο ένας τον άλλον. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το μέγεθος της τσέπης μας. Στο δια ταύτα, πώς και γιατί φτάσαμε μέχρι εδώ, ενδεχομένως να «φταίει» το βραχυπρόθεσμο της ζωής, ο φόβος του θανάτου, το αυξάνεστε και πληθύνεστε, η φυσική μας ροπή στο εδώ και τώρα τα πάντα όλα.

Στο πλαίσιο αυτής της θεμιτής ουτοπίας ή της ελεύθερης βούλησης υπό όρους, έπεσε φέτος στην αντίληψή μου μια εικόνα από το Everest. Ένα δεμένο ανθρώπινο μποτιλιάρισμα δίπλα σε πολύχρωμα σκουπίδια, μέσα σε λευκό φόντο, με στόχο την κορυφή των κορυφών.
Για κάποιους είναι μια ηρωική ανάβαση. Για μένα δεν είναι. Όχι γιατί υποτιμώ τη δύναμη του ενός ή γιατί με πανικοβάλει το στρίμωγμα των πολλών σε μικρούς χώρους. Γεμάτη η ιστορία με ονόματα που αποτυπώνουν κάθε λογής καριέρες και στριμωξίδια σε θρόνους, ηλεκτρικές καρέκλες, ναούς, γήπεδα, αρένες και πορείες.

To κόστος της κάθε αλλαγής δεν είναι πολιτικό. Είναι υπαρξιακό. Αυτό που μας σώζει μέχρι στιγμής είναι μια τερατώδης προσαρμοστικότητα. Αν κοιτάξω πίσω μου στο ανθρώπινο κομβόι, στην κοινή συλλογική αφασία που μας έσπρωξε τόσο σύντομα, τόσο ψηλά στα χαμηλά, το τελευταίο που θα με σώσει, είναι να πατήσω το δάχτυλο επάνω στο πληκτρολόγιο και να στείλω στον αγύριστο ή στον Καιάδα όποιον διαφωνεί, κράζει ή κάνει πλάκα με τον πανικό της 16χρονης ακτιβίστριας, Greta Thunberg. Επαγγελματίας μισάνθρωπος δε θα γίνω. Nα μια επιλογή πολύ ζόρικης προσαρμογής και ανηφόρας στο δικό μου βουνό. Άνευ μουσικής υπόκρουσης.

OPINIONS