Deerhunter: Το πιο σημαντικό live του Χειμώνα

 
REVIEWS

Παραφράζοντας τον John Berger έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ακόμη κοιτάζουμε την indie σκηνή με ελπίδα, απλώς την κοιτάζουμε με τραυματισμένο μάτι…

Του Ανδρέα Μαντά

Δεν θα το κρύψω, περίμενα καιρό αυτό το live. Με αποζημίωσε; Για μένα ήταν το πιο σημαντικό του χειμώνα. Αλήθεια, πού ήταν η Αθήνα το βράδυ της βροχερής Πέμπτης, να δει πως μια συναυλία μπορεί να κάνει αναγωγή στον ποιητικό ρεαλισμό της μεταμόρφωσης του Kafka; Γιατί έτσι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα live του συγκροτήματος.

Ακούγοντας τους Deerhunter ξαναβρίσκεις τις χαμένες από τον κοινωνικό ευνουχισμό ψυχολογικές σου ρίζες. Ο Bradford Cox είναι από κείνες τις σπάνιες – σπανιότατες - περιπτώσεις καλλιτέχνη, που δεν χρειάζεται να κοιτάξεις πολύ το πρόσωπό του για να μαντέψεις τη θέλησή του να τοποθετήσει τον εαυτό του στην αρχή, στο ξεκίνημα του χρόνου, γέννημα - θρέμμα μιας συγκεκριμένης κουλτούρας που όμως γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Διακρίνεις, παρατηρώντας τον, πώς οι κινήσεις του απορρέουν από … την πηγή. Από τον τρόπο που πάτησε στη σκηνή με γυαλιά και σακάκι, σαν ήρωας του Jacques Tourneur, μέχρι το τέλος, όπου, κρατώντας, ανυπόκριτα και χωρίς κανένα στυλιζάρισμα, μια φωτογραφία του Humphrey Bogart, μας ευχαρίστησε και μας είπε πόσο μας αγαπάει…

Η συναυλία στο σύνολό της ήταν σαν ένα neo-noir gimmick. Ένα “κόλπο” που ο πανέξυπνος Bradford μας έδειξε ότι ξέρει πολύ καλά να κάνει. Από το εναρκτήριο “Death in Midsummer”, από το τελευταίο τους άλμπουμ  “Why Hasn’t Everything Already Disappeared?”, καταλάβαμε ότι δεν θα παρακολουθήσουμε ένα απλό live. Ένα live το οποίο είχε ωραίο flow, δεν κούρασε ούτε στιγμή, ο ήχος ήταν άψογος, οι εκτελέσεις ξεπερνούσαν αυτές των δίσκων, οι φωτισμοί ατμοσφαιρικοί. Από άποψη παραγωγής είναι ό,τι καλύτερο έχω δει στο Fuzz. Τα δώδεκα από τα δεκαπέντε κομμάτια που μας παρουσίασαν ήταν από το “Why Hasn’t Everything Already Disappeared?”, και φυσικά από το “Halcyon Digest”, με highlights το Nocturne από το πρώτο, και το αφιερωμένο  στον πρόωρα χαμένο Jay Reatard “He Would Have Laughed”, απο το δεύτερο. Με αυτό το κομμάτι έκλεισαν, αυτοί οι μάγοι της "συναισθηματικής" μουσικής.

Κάποια στιγμή λίγο πριν το “Coronado”, ο Cox, μας απευθύνθηκε για πρώτη φορά, εκμυστηρευόμενος ότι δεν έμαθε καμία λέξη στα ελληνικά (επειδή δυσκολεύτηκε) και πως σε όποια πινακίδα κι αν είδε, οι ελληνικές λέξεις του θύμιζαν έργα τέχνης. Πριν από το “Nocturne”, σύστησε τη μπάντα και έκανε μια νύξη για τον τόπο καταγωγής τους, την άλλη Αθήνα, αυτή της Georgia, λέγοντας ότι είναι η πόλη με τους… fake καλλιτέχνες (ειλικρινής απορία: ποιους να εννοούσε άραγε;;). Η συναυλία τελείωσε ακριβώς στις 12.00 μεσάνυχτα, μιάμιση ώρα αφότου ξεκίνησε.

Είναι κρίμα που δεν είχε τον κόσμο που του έπρεπε. Αλλά και το κοινό ήταν κάπως αμήχανο (να έφταιγε η απαγόρευση του καπνίσματος;). Όταν τέλειωσε το live, άκουσα κάποιο γνωστό να λέει ότι έπρεπε να είχαν έρθει νωρίτερα… Μεγάλο λάθος. Και το timing είναι καλό, και το συγκρότημα έχει πολλά να δώσει ακόμα, πόσο μάλλον ο frontman του.

Μακάρι να συνειδητοποιήσουμε, εμείς το … «εναλλακτικό κοινό της Αθήνας», ότι έχουμε καταλήξει μανιακοί της "ταυτότητας" και της "ετικέτας" και να προσπαθήσουμε να δώσουμε τη δέουσα προσοχή και σημασία στο γνήσια διαφορετικό. Και να μην προσπαθούμε να "κόψουμε" το κεφάλι αυτών που τολμούν να το σηκώσουν πάνω απ’ τον ηθικά, νοητικά και ψυχολογικά άθλιο μέσο όρο του μαζοπολτού….

Τέτοια κεφάλια έχουν ο Bradford Cox και η παρέα του.

Α! Μιας και μιλάμε για κεφάλια. Βρήκα κι ένα αρνητικό. Το κούρεμα του Bradford, που έφερνε λίγο στον Νίκο Τσιαντάκη… Αλλά όπως είπε και ο Lou Reed, “Do Angels Need Haircuts?”.

Φωτογραφίες: Τάσος Παπαιωάννου

REVIEWS