ΛΕΞ: Το soundtrack μιας γενιάς ή η ηχητική επένδυση της κενότητάς μας;

«ΠΥΞ ΛΕΞ της Generation Z»;

BREAKING
 

«ΠΥΞ ΛΕΞ της Generation Z»;

 

Του Τάσου Παπαϊωάννου

Κάποτε, στις δεκαετίες του ’80, του ’90 και αργότερα τη δεκαετία του 2000, κυκλοφορούσαν συλλογές όπως οι NowThat’sWhat I Call Music για την ξένη μουσική, και οι Super Hits ή TOP HITS για την ελληνική. Κάθε τόμος αποτελούσε μια αποτύπωση της στιγμής: των μεγαλύτερων επιτυχιών, της μόδας και των διαθέσεων μιας εποχής. Αν αυτές οι συλλογές συνέχιζαν να βγαίνουν μέχρι σήμερα, ο ΛΕΞ πιθανότατα θα είχε μόνιμη θέση στις λίστες. Όχι επειδή καταθέτει κάποιο ριζοσπαστικό μουσικό έργο, αλλά γιατί αποτελεί τον πιο ευδιάκριτο εκπρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής νεολαίας- ή, τουλάχιστον, της εικόνας που η ίδια θέλει να εκπέμπει. Προσωπικά δεν αγόραζα ποτέ αυτές τις συλλογές- δεν ξέρω αν το κάνατε εσείς.

Κάθε εποχή βρίσκει τους καλλιτέχνες που εκφράζουν το συλλογικό της συναίσθημα, είτε μέσα από μουσικές συλλογές, είτε μέσω της δημοσιότητας και των συναυλιών. Έτσι, τη δεκαετία του ’90 κύριοι εκφραστές της νεολαίας ήταν οι Πυξ Λαξ, που μιλούσαν στις καρδιές μιας γενιάς που έκανε τα πρώτα της βήματα σε μια Ελλάδα γεμάτη ευφορία και όνειρα- λίγο πριν η γη υποχωρήσει κάτω από τα πόδια της και όλα καταρρεύσουν με εκκωφαντικό κρότο. Σήμερα, ο ΛΕΞ δίνει φωνή σε μια διαφορετική νεολαία, μια γενιά που μεγάλωσε μέσα στην οικονομική κρίση, την ψυχολογική φθορά και το αδιάκοπο τσουνάμι των social media, καταγράφοντας την κυνικότητα και την αποξένωση μιας κουλτούρας που μοιάζει να έχει αποδεχτεί τη συνολική παραίτηση.

Η σύγκριση με τους Πυξ Λαξ μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη- εξ ου και το λογοπαίγνιο «ΠΥΞ ΛΕΞ της Generation Z», που όσο αστείο κι αν ακούγεται, φωτίζει εύστοχα την ουσία της μετατόπισης. Όπως οι Πυξ Λαξ προσέφεραν μια υπαρξιακή, ρομαντική διέξοδο στη νεολαία των ‘90s έτσι και ο ΛΕΞ καταγράφει τη σημερινή ψυχική κατάσταση της νέας γενιάς: μια στάση σιωπηλής αποδοχής, μια κουλτούρα που δεν περιμένει πια τίποτα.

Ο ΛΕΞ δεν τραγουδά για τον έρωτα, ούτε υπόσχεται λύτρωση. Το συναισθηματικό φάσμα έχει στενέψει: από το πολύχρωμο μελόδραμα των προηγούμενων δεκαετιών, περάσαμε σε μια μουντή παλέτα κυνισμού, υπαρξιακού και σκόπιμης αποστασιοποίησης. Ο ακροατής δεν ζητά πια να συγκινηθεί, ζητά απλώς να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε μια παγωμένη αντανάκλαση.

Και αυτή η μετατόπιση δεν είναι μόνο αισθητική ή στιχουργική. Είναι πολιτισμική. Τότε, ήταν οι Πυξ Λαξ που γέμιζαν το Ολυμπιακό Στάδιο, σε μια συναυλία-αναφορά για μια ολόκληρη γενιά. Η μαζική συμμετοχή ήταν σχεδόν τελετουργική: μια ανάγκη να νιώσεις ότι ανήκεις(ή ότι ανήκες) κάπου, ότι συμμετέχεις σε μια κοινότητα που μοιράζεται τις ίδιες αγωνίες, την ίδια ανάγκη για έκφραση, τον ίδιο πόνο του έρωτα.

Σήμερα, ο ίδιος χώρος θα γεμίσει ξανά- αυτή τη φορά από τον ΛΕΞ. Το σκηνικό μοιάζει ίδιο, αλλά η ψυχοσύνθεση του κοινού έχει αλλάξει δραματικά. Το αίσθημα του «ανήκειν» δεν εκφράζεται πια με κοινή συγκίνηση, αλλά με ψηφιακή επιβεβαίωση. Πρέπει να είσαι εκεί. Στη συναυλία, στο story, στο livestream. Όχι απαραίτητα για τη μουσική, αλλά για την τεκμηρίωση της παρουσίας. Για το συμβάν. Το περιεχόμενο πολλές φορές, έρχεται δεύτερο. Η συναυλία δεν λειτουργεί πια ως καταφύγιο συναισθημάτων, αλλά ως στιγμιαίο πολιτιστικό σήμα: «ήμουν κι εγώ εκεί». Η συμμετοχή δεν είναι πλέον υπαρξιακή. Είναι ψηφιακή.
Η ίδια η επιτυχία, το μέγεθος, η μαζική απήχηση, δεν λένε απαραίτητα τίποτα για την καλλιτεχνική ουσία. Μπορεί απλώς να εκφράζουν την ανάγκη της εποχής να «φαίνεται» ότι νιώθει, χωρίς απαραίτητα να νιώθει. Το αν μια συναυλία είναι καλή έχει καταντήσει λεπτομέρεια, κάτι σαν υποσημείωση. Το βασικό είναι ο τίτλος: “Ήταν η πιο μεγάλη συναυλία που έχει δώσει ο ΛΕΞ, ο Παυλίδης, οι Coldplay…”

Όλα λοιπόν υπακούουν στη λογική του μεγέθους- και το μέγεθος, στην εποχή μας, είναι ίσως η πιο φτηνή και εύκολη ένδειξη «σημασίας». Είναι όμως η επιτυχία ταυτόσημη με την καλλιτεχνική αξία; Εδώ αρχίζει και η μεγάλη αυταπάτη του «εμπορικού φαινομένου»: το αν ένας καλλιτέχνης γεμίζει στάδια ή όχι, δεν λέει τίποτα, ουσιαστικά, για την ποιότητα της μουσικής του. Στην πραγματικότητα, σπάνια το έλεγε. Ας είμαστε ειλικρινείς: αν η μαζική αποδοχή ήταν πράγματι κριτήριο ποιότητας, τότε η μουσική βιομηχανία θα είχε λύσει προ πολλού το πρόβλημα της ουσίας. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν το έλυσε.

Η αλήθεια είναι ότι η μουσική σήμερα δεν λειτουργεί όπως παλιά. Στις αρχές των 70s-80s-90s, η ανακάλυψη ενός συγκροτήματος ήταν μια διαδικασία σχεδόν βιωματική: χρειαζόταν προσωπική αναζήτηση, χρόνο, και συχνά, μια αίσθηση μοναχικού ταξιδιού. Αν υπήρχαν τα σημερινά socialmedia τη δεκαετία του`90, συγκροτήματα όπως οι Τρύπες, τα Διάφανα Κρίνα, τα Ξύλινα Σπαθιά, οι LastDriveθα γέμιζαν στάδια με το ίδιο η και μεγαλύτερο θριαμβευτικό ύφος. Όμως η διαδρομή προς τη μουσική ήταν τότε πιο εσωτερική, πιο σιωπηλή. Ήταν αναζήτηση, όχι προτεινόμενο περιεχόμενο. Ήταν πάθος, προσωπική πορεία, η ανάγκη να ξεχωρίσεις από το μαζικό, να ψάξεις αυτό που οι άλλοι δεν ακούν.
Σήμερα, το μοτίβο έχει αλλάξει. Η μουσική δεν αναζητείται- εμφανίζεται. Έρχεται σε εμάς μέσα από αλγορίθμους, καθημερινές λίστες, reels και φράσεις με emoji. Η ακρόαση δεν είναι απλώς εμπειρία· είναι περιτύλιγμα, εικόνα, ταύτιση σε fast-forward.


Ο ΛΕΞ, αναμφίβολα, αποτελεί το πρόσωπο που αποτυπώνει εύστοχα το πνεύμα της εποχής. Δεν είναι απλώς ένα μουσικό φαινόμενο· είναι πολιτισμικό σύμπτωμα. Όχι επειδή καινοτομεί μουσικά, αλλά γιατί, μέσα από τους στίχους του, συμπυκνώνει τη διάθεση μιας γενιάς που μεγάλωσε μέσα σε κρίσεις, κοινωνικά δίκτυα, επιφανειακή επικοινωνία και ένα παρατεταμένο υπαρξιακό μούδιασμα.

Οι ετικέτες- hiphop, ραπ, urban ποιητική- μικρή σημασία έχουν πια. Η μουσική του ΛΕΞ είναι απλώς η φωνή μιας γενιάς που έμαθε να ζει αποσπασματικά, με μισή προσοχή σε όλα. Σ’ αυτό το τοπίο, αναδύεται μια πρωτόγνωρη μορφή μαζικής μοναξιάς, την οποία ο ΛΕΞ αποτυπώνει με ακρίβεια, σχεδόν κυνικά αποδεκτή. Κι όμως, δεν κοροϊδεύει το κοινό του. Του προσφέρει ακριβώς αυτό που αναζητά: ένα soundtrack οργανωμένης απελπισίας, διαμορφωμένο με ακρίβεια στις ανάγκες της Generation Z, μιας γενιάς που προτιμά να χορεύει πάνω στις στάχτες παρά να τις διασκορπίζει για να καθαρίσει το τοπίο.

Μπορεί λοιπόν ο ΛΕΞ να αποτυπώνει εύστοχα το soundtrack του σήμερα, όμως δύσκολα θα αντέξει στον χρόνο. Το ίδιο σύστημα που σήμερα τον αποθεώνει, αύριο θα τον προσπεράσει, αναζητώντας την επόμενη «αυθεντική φωνή» του ψηφιακού zeitgeist. Δεν είναι θέμα ταλέντου ή ποιότητας, αλλά του γεγονότος ότι η τέχνη του λειτουργεί κυρίως ως αντανάκλαση μιας στιγμιαίας κοινωνικής και ψυχολογικής συνθήκης, όχι ως διαχρονική πρόταση. Όταν η στιγμή περάσει, όταν η Generation Z ωριμάσει ή μετακινηθεί σε άλλες ανάγκες έκφρασης, ίσως μείνει μόνο η ηχώ, όχι το έργο.

Εξάλλου, η ίδια η ιστορία της μουσικής, έχει δείξει πως αυτοί που αντέχουν στον χρόνο είναι εκείνοι που εκφράζουν κάτι διαχρονικό. Που εξελίσσονται, τολμούν και αγγίζουν ουσιαστικά. Η πορεία του ΛΕΞ μένει να φανεί. Μέχρι τώρα, είναι σαφές ότι εκφράζει κάτι αυθεντικό: μια γενιά κουρασμένη, απογοητευμένη, χωρίς πολλές απαντήσεις. Μια γροθιά στο στομάχι, αλλά όχι απαραίτητα ελπίδα ή λύτρωση.

Υ.Γ. Αν και δεν έχει καμία σημασία, δεν έχω παρευρεθεί ποτέ σε συναυλία των ΠΥΞ ΛΑΞ και δεν σκοπεύω να παρευρεθώ στη συναυλία του ΛΕΞ.

BREAKING MUSIC