Πήγαμε, είδαμε το Άξιον εστί με τον Γιώργο Νταλάρα στο Ηρώδειο

 
REVIEWS

Λίγο πριν το τριετές κλείσιμο του Αρχαίου Ωδείου για εργασίες αποκατάστασης

Του Γιώργου Μυζάλη

Κατάμεστο το Ηρώδειο, Κυριακή βράδυ (13/7). Και, ανεξάρτητα από τις μουσικές επιδόσεις και τις μουσικολογικές παρατηρήσεις, διάφορες σκέψεις κατέκλυσαν το νου μου με αφορμή όσα ακούσαμε και είδαμε. Θα προσπαθήσω να σταχυολογήσω μερικά, κατά τα πρότυπα των κειμένων του Δημήτρη (Κανελλόπουλου) με τα «δέκα» σημεία. Δεν γνωρίζω αν θα καταγράψω δέκα ή περισσότερα, για να δούμε:

- Στο πρώτο μέρος ακούσαμε το «Συμφωνικό Κονσέρτο για πιάνο και ορχήστρα» του Μανώλη Καλομοίρη, έργο με δεξιοτεχνικές απαιτήσεις που εκπλήρωσε με εξαιρετικό τρόπο ο σολίστ Τίτος Γουβέλης. Έργο άγνωστο στο ευρύ κοινό – φάνηκε από τις χλιαρές αντιδράσεις του ακροατηρίου. Οι περισσότεροι περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει για να απολαύσουν το «κυρίως πιάτο», το «Άξιον Εστί».

- Αντιλαμβάνομαι τη χρησιμότητα και τη λογική της παρουσίασης παλαιών έργων, αλλά φοβάμαι ότι, καθώς περνάνε τα χρόνια, τα έργα αδικούνται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Στο σήμερα, οι ακροατές δεν συγκεντρώνονται στο άγνωστο άκουσμα. Καλά – καλά, αφαιρούνται στα μετρίως γνωστά.

- Το φαινόμενο επεκτάθηκε, μοιραία, και στο «Άξιον Εστί»: στα «γνωστά» λαϊκότροπα τραγούδια (Ένα το Χελιδόνι, Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ, Της Αγάπης Αίματα, Ανοίγω το Στόμα μου, Με το Λύχνο του Άστρου) ο κόσμος ενθουσιαζόταν, συμμετείχε τραγουδώντας ή με παρατεταμένα παλαμάκια. Στα λιγότερο αναγνωρίσιμα μέρη του έργου, η υποδοχή ήταν μάλλον ευγενική και φιλόξενη, αλλά όχι ενθουσιώδης. Να μην αναφερθώ στις απαγγελίες.

- Όλα τα παραπάνω, επανέφεραν στη σκέψη μου εκείνη την συζήτηση περί «αθάνατων έργων» που θα παίζονται για πάντα. Τα λέγαμε κάποτε αυτά, πριν αλλάξουν οι ρυθμοί και οι ζωές μας με τόση σφοδρότητα όση τα τελευταία χρόνια. Στο σήμερα, πόσο ρεαλιστικός είναι ο χαρακτηρισμός «αθάνατο» για ένα μουσικό έργο;

- Για άλλη μια φορά δεν ένιωσα «αιμάτινα» ή «χωμάτινα» παιξίματα και τραγουδίσματα από τη δημόσια ορχήστρα και τις δημόσιες χορωδίες. Να με συμπαθούν οι συνάδελφοι, τους είδα διεκπεραιωτικούς και απλώς επαρκείς. Το μεγάλο έργο αναζητά πρεσβευτές και αγγελιοφόρους, όχι κούριερς και μεταφορείς.

- Από την άλλη, οι ερμηνευτές και οι «μουσικοί της πιάτσας», οι λαϊκοί, είχαν κότσια, μεράκια, παραστάσεις, μνήμες, καημούς και θέση. Νοιάζονταν. Τόσο οι μπροστινοί, όσο και οι παραστάτες τους. Τόσο ο Δημήτρης Πλατανιάς, όσο και ο Δημήτρης Καταλειφός, «δόθηκαν», κοπίασαν, μπήκαν στο ρόλο. Για τον Γιώργο Νταλάρα, τα λόγια είναι περιττά: χαλκέντερος, αποφασιστικός, αφοπλιστικά απλός και ταυτόχρονα προσηλωμένος και ευθύβολος. Ποιος άλλος μπορεί να ερμηνεύσει σήμερα ένα τόσο μεγάλο έργο, έχοντας τα απαιτούμενα «χιλιόμετρα» στα πόδια και όντας σε δαιμονιώδη φόρμα; Είμαι υποκειμενικός; Σε διαβεβαιώ πως όχι, αναγνώστη μου.

- Στα χρόνια τα κατοπινά, φοβάμαι, το «Άξιον Εστί» θα ξεθωριάσει. Θα το παρασύρει αυτή η «σούπα» που ζούμε, αυτή η αδιαφορία για καθετί παρελθοντικό, όσο σπουδαίο κι αν είναι, όσο καθοριστικό και αν υπήρξε για το σήμερα. Δεν είμαι παρελθοντολάγνος. Καμία αντίρρηση δεν θα είχα να «εξοριστεί» το «Άξιον Εστί» από τα συλλογικά μας αυτιά, αν αυτή η «εξορία» ήταν αποτέλεσμα βαθιάς μελέτης, επιστήμης και απόφασης. Εδώ, στο σήμερα, αφορίζουμε με ευκολία πράγματα και καταστάσεις που θα μας «κουράσουν» για να τις κατανοήσουμε/αξιολογήσουμε.

- Παρόλα αυτά, μια μικρή αχτίδα ελπίδας εμφανίστηκε χθες βράδυ στο Ηρώδειο, στο τέλος της βραδιάς. Αναπάντεχα, το κοινό δεν αποχωρούσε. Ήθελε κι άλλο. Ή μάλλον, ήθελε πάλι. Ήθελε πάλι το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητές», ήθελε πάλι «Της Αγάπης Αίματα». Ίσως γιατί του είχαν λείψει; Ίσως γιατί αντιλαμβανόταν ότι θα αργήσει να τα ακούσει πάλι; Ίσως γιατί μια «ανώτερη δύναμη», μεταφυσική αλλά και χειροπιαστή το έκανε να αντιληφθεί την ιστορικότητα της στιγμής (σ.σ. το «Άξιον Εστί» είναι συνδεδεμένο με το Ηρώδειο και για τρία χρόνια θα αποσυνδεθεί, αναγκαστικά); Ποιος ξέρει; Αυτή, όμως, η συλλογική – σχεδόν επαναστατική – συσπείρωση, σε μένα τουλάχιστον έφερε συγκίνηση. Την ίδια συγκίνηση που ένιωσα με εκείνο το «οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων», όσο μπορώ να το νιώσω στο πετσί μου, να το ενσωματώσω και να το κατανοήσω.

Μερικά πράγματα, όπως λέει και το τραγούδι, τα γνωρίζει το σώμα σου καλύτερα από το μυαλό σου.

Από χθες, ακούω τα λαϊκά τραγούδια του «Άξιον Εστί» σε όσες περισσότερες εκτελέσεις τους (αυτόνομες ή ενσωματωμένες στο έργο) εντοπίζω στο Spotify και στη δισκοθήκη μου. Και αντιλαμβάνομαι ότι τα περιέχω και τα περιθάλπω. Τους «χρωστώ», δε, παντοτινή ευγνωμοσύνη. Κατά μία έννοια, αυτό απαντά και στην ερώτησή μου περί «αθανάτων έργων»: καθώς θα τα ακούω μέχρι το τέλος μου, αθάνατα είναι.

Φωτογραφίες: Facebook Γιώργος Νταλάρας

 

REVIEWS