Στο Βερολίνο, το ανατολικό, για τον Bruce Springsteen
Μία συναυλία τότε και μία συναυλία σήμερα!
του Δημήτρη Σταματίου
Third time's the charm.
Η τρίτη φορά που οι Eyehategod ήλθαν στην Αθήνα, το βράδυ της Κυριακής στο Arch, ήταν, κατά την άποψή μου η καλύτερη που είδα, έστω κι αν πολλά πράγματα έχουν αλλάξει για τους βετεράνους του sludge από τη NOLA.
Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Και η αρχή έγινε με τους δικούς μας Scumbath, ένα τρίο που παίζει μια αρκετά θορυβώδη εκδοχή stoner. Τα παιδιά έχουν δυναμισμό και όρεξη, κάνουν και τον δέοντα θόρυβο, διασκεύασαν και το «Evil» του Willie Dixon και αποτέλεσαν ένα πολύ καλό ορντέβρ για τη βραδιά.
Στη συνέχεια επί σκηνής ανέβηκαν οι επίσης δικοί μας Acid Mammoth, οι οποίοι, πρέπει να πω, έχουν φανατικό κοινό και μάλλον δικαίως, καθώς το κυρίως mid-tempo stoner που παίζουν είναι ό,τι πρέπει για πολύ headbanging. Πολύ fuzz στις κιθάρες (βόγγηξαν οι SG), κομμάτια που απλώνονταν όσο χρειάζεται, πολύ κίνηση επί σκηνής, η μπάντα δείχνει δουλεμένη και ξέρει πώς να παίξει το είδος που αγαπάει. Μια μόνο παρατήρηση: μπορεί να είναι και δική μου ευθύνη, αλλά δεν κατάφερα να μπω σε εκείνο το headspace που άλλα συγκροτήματα του είδους με βάζουν.
Εν πάση περιπτώσει, με αυτά και μ' εκείνα, κάποια στιγμή τα ιερά τέρατα του NOLA sludge ανέβηκαν στη σκηνή. Κατ' αρχάς πρέπει να θυμίσουμε ότι οι Eyehategod έχουν αλλάξει: ο ιστορικός ντράμερ Joey LaCaze δυστυχώς πέθανε και ο lead κιθαρίστας Brian Patton αποχώρησε.
ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ φίλοι μου: o Jimmy Bower φρόντισε η κιθάρα του να βγάλει όλη τη «βρωμιά», όλο το feedback, όλη τη χαρντκορίλα και όλο το παράξενο southern swing που έχουν τα κομμάτια του συγκροτήματος, ενώ η rhythm section έκανε και με το παραπάνω τη δουλειά της. Και, φυσικά, στο κέντρο των εξελίξεων η μορφή που ακούει στο όνομα Mike IX Williams, ο οποίος παρά τα χρόνια και τις υπερκαταχρήσεις συνεχίζει με άνεση να κουρελιάζει τις φωνητικές χορδές του, αλλά και να είναι ένας απολύτως μοναδικός frontman (χαρακτηριστική ατάκα: «We have a few more songs to commit suicide with»).
Αν δε με απατά η μνήμη μου, σε σύγκριση με τις προηγούμενες συναυλίες του συγκροτήματος (στο ΑΝ και στο Κύτταρο), αυτή τη φορά οι Eyehategod επικεντρώθηκαν στην πιο hardcore πλευρά τους, όπερ σημαίνει πιο γρήγορα κομμάτια, όπερ σημαίνει τεράστιο moshpit με κόσμο που εμφανώς δεν πολυενδιαφέρεται για τη σωματική του ακεραιότητα. Εν ολίγοις, υπέροχα.
Όχι ότι απέφυγαν και τις ωραίες sludge στιγμές, εκεί που η κιθάρα ακούγεται σαν λιωμένη πίσσα που σκεπάζει τα πάντα, αλλά ομολογώ ότι η συγκεκριμένη πλευρά του συγκροτήματος μου άρεσε πολύ. Όμως, αυτό που μου άρεσε ακόμα πιο πολύ είναι το γεγονός ότι μια μπάντα που υπάρχει από το 1988 και που πλέον δεν έχει να αποδείξει τίποτα, τα έδωσε όλα επί σκηνής, «μίλησε» στον κόσμο και έπαιξε μια χορταστική συναυλία.
Και αυτό είναι κάτι που δεν το βρίσκεις εύκολα.