Του Τάσου Παπαϊωάννου
Η ώρα είχε πάει 11 το βράδυ της Τετάρτης-η συναυλία του Springsteen μετά από τρεις ώρες είχε τελειώσει - όταν θα επιβιβαζόμασταν από το σταθμό του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου με κατεύθυνση τη FriedrichStraße, το επονομαζόμενο και σταθμό των δακρύων κατά τον ψυχρό πόλεμο. Ήταν ο σταθμός που οι άνθρωποι της μιας πλευράς, με δάκρυα στα μάτια, αποχαιρετούσαν τους ανθρώπους τις άλλης πλευράς που πολλές φορές τύχαινε να μένουν μόλις ελάχιστα μέτρα μακριά τους.
Ηταν λοιπόν ένα μικρό ταξίδι διάρκειας μόνο μισής ώρας που μέσα του έκρυβε ένα μεγάλο ταξίδι στις μνήμες και την ιστορία του Βερολίνου, της πόλης με την πιο βαριά ιστορία, από κάθε άποψη, του 20ου αιώνα. Και επειδή συνήθως η ιστορία του κάθε τόπου γράφεται από απλούς ανθρώπους, η τύχη τα έφερε έτσι ώστε απέναντι από εμάς να κάθεται ένας ηλικιωμένος κύριος, μαζί με τη σύζυγό του, που η μετέπειτα κουβέντα μαζί του μας αποκάλυψε ότι είχε κουβαλήσει και αυτός το μερίδιο που του αναλογούσε ώστε να γραφτεί η νεότερη ιστορία αυτής της πολυτάραχης πόλης.
Και ποια ήταν η αφορμή ώστε να ταξιδέψουμε σε αυτό το κομμάτι της ιστορίας; Ένα κομμάτι χαρτόνι που ο συγκεκριμένος κύριος κρατούσε. Ένα πλακάτ - από αυτά τα συνηθισμένα πλακάτ που κρατάνε οι οπαδοί του Bruce στις συναυλίες του, ζητώντας την παραγγελία τους. Μόνο που το συγκεκριμένο πλακάτ, δεν είχε καμία παραγγελιά, δεν ζητούσε κανένα τραγούδι, δεν απαιτούσε τίποτα από τον Springsteen. Είχε πάνω του τυπωμένη τη μνήμη και το συναίσθημα ενός ανθρώπου που ήταν μάρτυρας μιας γενιάς η οποία το καλοκαίρι του 1988 απαίτησε την ελευθερία της μέσα από μια συναυλία.
Ήταν το τυπωμένο σε μεγέθυνση εισιτήριό του, αυτό που του είχε επιτρέψει στις 19 του Ιούλη του μακρινού 1988, 38 χρόνια πριν δηλαδή, την είσοδο του στο Radrennbahn της λίμνης Weißensee, λίγο έξω από το τότε Ανατολικό Βερολίνο. Ένα μικρό, μαγικό χαρτάκι που του επέτρεψε να είναι ένα κομμάτι από τους 160.000 θεατές (κατά τους ιστορικούς 250.000) που είχαν συγκεντρωθεί για να ακούσουν τον 39χρονο τότε Αμερικανό μουσικό σε μια 4ωρη συναυλία.
Τι θυμάστε λοιπόν από εκείνο το βράδυ Herr Lenz; «Θυμάμαι τα λόγια του πριν ξεκινήσει το Chimes Of Freedom του Bob Dylan, “δεν έχω έρθει εδώ για να δηλώσω υποστήριξη ή εναντίωση σε καμία κυβέρνηση. Έχω έρθει για να παίξω ροκ εν ρολ για εσάς, με την ελπίδα ότι μια μέρα όλα τα εμπόδια θα γκρεμιστούν”. Αυτά ήταν τα λόγια του Springsteen πριν ξεκινήσει το Chimes Of Freedom, στο τεράστιο χωράφι που είμασταν μαζεμένοι έξω από το Βερολίνο. Για μας ήταν η γη της ελπίδας και του ονείρου (Land Of Hope And Dreams, όπως ονομάζεται η περιοδεία του Springsteen για το 2025) έστω και για τις τέσσερις αυτές ώρες που κράτησε η συναυλία. Ηταν κάτι που ποτέ σαν νέοι δεν περιμέναμε ότι θα είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε.
Στο παρελθόν, πριν τη συναυλία του Springsteen, αρκετές φορές είχαμε μαζευτεί όσο πιο κοντά μπορούσαμε στο τοίχος για να ακούσουμε έστω και αμυδρά, άλλους καλλιτέχνες που έπαιζαν στο δυτικό κομμάτι. David Bowie, Eurythmics, Pink Floyd, Michael Jackson. Σε κάποιες από αυτές ήταν βίαιη και η καταστολή ώστε να μην πλησιάσουμε κοντά στα τμήματα του τοίχους που θα μπορούσαμε να ακούμε καθαρά τους καλλιτέχνες. Νιώθαμε και ζούσαμε κλειδωμένοι, σε αυτή την απεραντοσύνη που η ιστορία δημιουργεί, όταν μαζεύτηκαν τα συντρίμμια του 2ου παγκόσμιου και ψυχρού πολέμου για να χωρέσουμε εμείς και οι ζωές μας.
Η προσπάθεια της τότε ηγεσίας να αποσυμπιέσει την όλο και πιο τεταμένη ατμόσφαιρα ασφυξίας που είχε δημιουργηθεί, την οδήγησε στο επόμενο λάθος της -όπως αποδείχτηκε- να καλέσει το δημοφιλή Αμερικανό τραγουδοποιό για συναυλία, πιστεύοντας πώς οι εργατικές αξίες και καταβολές του, όπως και το επικριτικό απέναντι στην χώρα του Born In The USA θα ήταν για το κοινό του Ανατολικού Βερολίνου και συνολικά για τους κατοίκους της τότε Ανατολικής Γερμανίας, ένα ακόμα κατηγορώ απέναντι στη Δύση. Η συναυλία μάλιστα είχε μεταδοθεί και τηλεοπτικά.
Τελικά το αποτέλεσμα ήταν εντελώς διαφορετικό, μιας και το μόνο που κατάφερε η συγκεκριμένη συναυλία, ήταν να ενισχύσει παράλληλα και το αίσθημα της ασφυξίας μας και να δυναμώσει την άποψη μας, ότι δε μπορούμε να ζούμε άλλο έτσι. Το τι συνέβη ένα χρόνο μετά, το γνωρίζετε. Αν έπαιξε η συγκεκριμένη συναυλία κάποιο ρόλο για την πτώση του τοίχους; Πιστεύω πως ναι, έπαιξε. Εξάλλου, είναι καταγεγραμμένη σε 80σελιδη αναφορά η άποψη της Στάζι για τη συγκεκριμένη συναυλία, όπως και το γεγονός πως έκανε και τη Δύση να καταλάβει πόσο εγκλωβισμένοι ήμασταν και να ρίξει μια πιο διεισδυτική ματιά σε όσα συνέβαιναν».
2025, σχεδόν 40 χρόνια μετά, σε ένα άλλο χώρο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Waißensee, τα λόγια που αυτή τη φορά ακούστηκαν από σκηνής στο πλήθος των 75.000 ήταν τα εξής: «Η Αμερική που αγαπώ, αυτή η οποία 50 χρόνια σας τραγουδώ, που υπήρξε φάρος ελπίδας και ελευθερίας για 250 χρόνια, αυτή τη στιγμή βρίσκεται στα χέρια μιας διεφθαρμένης, ανίκανης και προδοτικής κυβέρνησης. Απόψε ζητάμε από όλους όσοι πιστεύουν στη δημοκρατία να υψώσουν τη φωνή τους ενάντια στον αυταρχισμό και να αφήσουν την ελευθερία να υπερισχύσει».
40 χρόνια μετά Ηerr Lenz πώς νιώσατε όταν λίγο πριν το Chimes Of Freedom σας το αφιέρωσε με τα εξής λόγια: «Das ist fur die Fans aus Ost-Berlin» (αυτό είναι για τους φανς του ανατολικού Βερολίνου); «Όταν 40 χρόνια μετά, τα ιδανικά μου για ελευθερία και δημοκρατία συνεχίζουν να ταυτίζονται με τον αγαπημένο μου καλλιτέχνη, με κάνουν να νιώθω μόνο ικανοποίηση, συγκίνηση και ανυπομονησία μέχρι να ενώσω ξανά τη φωνή μου με τον Springsteen και με όλους τους συνανθρώπους μου που απαιτούν έναν πιο δίκαιο, ένα καλύτερο για όλους κόσμο».
30 συναρπαστικά λεπτά, ανατρέχοντας στην ιστορία, πάνω στις ράγες ενός τρένου που ενώνει το δυτικό με το ανατολικό κομμάτι της πόλης, διασχίζοντας το Βερολίνο με τους πραγματικούς πρωταγωνιστές: τους ορκισμένους, ευτυχισμένους φανς ενός τραγουδοποιού που στα 75 του έχει ακόμα την όρεξη, τη δύναμη, την ανάγκη, να φωνάξει για το δικαίωμα στην Δημοκρατία, την Ελευθερία, το δικαίωμα στο όνειρο και την ελπίδα για κάθε άνθρωπο πάνω στη γη. Έχει τη διάθεση και τη δύναμη να φωνάξει για κάθε άνθρωπο που νιώθει αυτήν την αίσθηση ασφυξίας που δημιουργούν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές καταστάσεις και αποφάσεις. Και είναι πολλές. Και στη χώρα μας; Ακόμα περισσότερες.



